λύραι

λύραι
λύρα
lyre
fem nom/voc pl
λύρᾱͅ , λύρα
lyre
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λύρᾳ — λύραι , λύρα lyre fem nom/voc pl λύρᾱͅ , λύρα lyre fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PATARORUM urbs — seu Patara nunc Patera, seu Paterea Castaldo. urbs Lyciae, Baudrando in ora maris Pamphylii, prope ostia Xanthi fluv. Patari opus. Strab. l. 14. in qua Apollo 6. hibernis mensibus oracula reddebat. Patria S. Nicolai, Myrae Episcopi. Hinc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηδύλογος — ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, ον (Α) 1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, ον (για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.) 2. (παροξύτονο)… …   Dictionary of Greek

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”